πυρήϊον

From LSJ
Revision as of 15:36, 20 December 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρήϊον Medium diacritics: πυρήϊον Low diacritics: πυρήιον Capitals: ΠΥΡΗΙΟΝ
Transliteration A: pyrḗïon Transliteration B: pyrēion Transliteration C: pyriion Beta Code: purh/i+on

English (LSJ)

τό, Ionic for πυρεῖον.

Greek Monolingual

πυρείο, το / πυρεῖον, ΝΜΑ, και ιων. τ. πυρήϊον Α
νεοελλ.
τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι, στο ένα άκρο του οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, κν. σπίρτο
μσν.-αρχ.
1. (στον εν. αλλά και στον πληθ.) κεραμεικό αγγείο στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα, το μαγκάλι
2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ πυρεῖα
τεμάχια σκληρού ξύλου που τά έτριβαν το ένα με το άλλο ωσότου ανάψουν («τάχ' ἄν... τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μνημείον)].

German (Pape)

[Seite 821] τό, ion. statt πυρεῖον.

Russian (Dvoretsky)

πῠρήϊον: τό ион. = πυρεῖον.