κατολισθάνω

From LSJ
Revision as of 19:45, 21 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατολισθάνω Medium diacritics: κατολισθάνω Low diacritics: κατολισθάνω Capitals: ΚΑΤΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: katolisthánō Transliteration B: katolisthanō Transliteration C: katolisthano Beta Code: katolisqa/nw

English (LSJ)

later κατολισθαίνω Gal.7.36, Agath.1.1: Ep. aor. 2 κατόλισθε A.R.1.390: aor. 1 κατωλίσθησα Alciphr.3.64: pf. κατωλίσθηκα Orib.50.42.3:—slip, sink down, Str.4.6.6; of hernia, Gal.l.c.; of a building, collapse, Agath.1.10: metaph., ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα, Luc. Abd.28, Alciphr. l.c.; εἰς τὸ βλάσφημον Ael.Fr.60; εἰς πλεονεξίαν Agath.1.1.

French (Bailly abrégé)

glisser, se laisser tomber ; fig. κατολισθάνω εἰς ἔρωτα = tomber amoureux.
Étymologie: κατά, ὀλισθάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ολισθάνω uitglijden; overdr. terugvallen:. ἐς τὸ πάθος τοῦτο in die aandoening Luc. 54.28.

German (Pape)

(ὀλισθαίνω), hinunter-, hineingleiten, verfallen, versinken; Strab. IV.204 und andere Spätere, wie Luc. und Ael.; aor. κατόλισθε Ap.Rh. 1.390; κατώλισθον Vetera Lexica; κατωλίσθησα, εἰς ἔρωτα, Alciphr. 3.64; Clem.Al.

Russian (Dvoretsky)

κατολισθάνω: досл. соскальзывать, перен. впадать, попадать, быть увлеченным (ἐς πάθος Luc.).

Greek Monolingual

κατολισθάνω (Α)
βλ. κατολισθαίνω.

Greek Monotonic

κατολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ ή βυθίζομαι προς τα κάτω, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατολισθάνω: (ἴδε ἐν λέξει ὀλισθάνω)· Ἐπικ. ἀόρ. (ἀναύξ.) κατόλισθε, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 390·- ὀλισθαίνων καταπίπτω ἢ βυθίζομαι, καταντῶ, Στράβ. 204, κτλ.· ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα Λουκ. Ἀποκηρυττ. 28, Ἀλκίφρων 3. 62· εἰς τὸ βλάσφημον Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· εἰς πλοκάμους γυναικείους Κλήμ. Ἀλ. 289.

Middle Liddell

fut. -ολισθήσω
to slip or sink down, Luc.