Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁδηγητήρ

From LSJ
Revision as of 18:00, 25 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδηγητήρ Medium diacritics: ὁδηγητήρ Low diacritics: οδηγητήρ Capitals: ΟΔΗΓΗΤΗΡ
Transliteration A: hodēgētḗr Transliteration B: hodēgētēr Transliteration C: odigitir Beta Code: o(dhghth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = ὁδηγός (guide), Epigr.Gr.779 (Chalcedon), Orph.H.41.6.

German (Pape)

[Seite 292] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Ep. ad. 203 (App. 283).

Greek (Liddell-Scott)

ὁδηγητήρ: -ῆρος, = ὁδηγός, Ἀνθ. Π. παράρτ. 283, Ὀρφ. Ὕμν. 40. 6.

Russian (Dvoretsky)

ὁδηγητήρ: ῆρος ὁ Anth. = ὁδηγός I.

Greek Monolingual

ο, θηλ. οδηγήτρια και οδηγήτρα (ΑΜ ὁδηγητήρ, -ῆρος)
αυτός που οδηγεί, οδηγός
/ νεοελλ.
1. ο καθοδηγητής, ο ηγέτης
2. το θηλ. η οδηγήτρια
α) σταθερή γραμμή ή καμπύλη η οποία χρησιμεύει ως οδηγός για την περιγραφή καμπύλης ή επιφάνειας
β) τεχνολ. ο οδηγός, η ευθυντηρία
γ) αυλάκωση της κάννης του πυροβόλου, εντομή
δ) εκκλ. i) προσωνυμία της Παναγίας, η οποία καθοδηγεί τους πιστούς που τήν επικαλούνται
ii) τύπος βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου, η οποία κάθεται σε θρόνο και κρατά με το αριστερό χέρι το θείο βρέφος
iii) ονομασία διαφόρων εκκλησιών και μοναστηριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδηγῶ + κατάλ. -της / τρια. Ο τ. ὁδηγητήρ < ὁδηγῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. τιμωρη-τήρ)].