Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκρότομος

From LSJ
Revision as of 11:13, 26 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρότομος Medium diacritics: ἀκρότομος Low diacritics: ακρότομος Capitals: ΑΚΡΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: akrótomos Transliteration B: akrotomos Transliteration C: akrotomos Beta Code: a)kro/tomos

English (LSJ)

ον, (τέμνω) cut off sharp, abrupt, of precipice, Plb.9.27.4, Ph.1.82; ἡ ἀκρότομος (sc. πέτρα) LXX Ps. 113 (114).8, cf.Jb.28.9, De.8.15: of a stone, sharp, Thd.Ex.4.25; smooth, J.AJ8.3.2; of ends sawn off, τὰ τῶν σφηνῶν ἀκρότομα Ph.Bel. 67.23.

Spanish (DGE)

-ον
1 abrupto, empinado, escarpado πέτρα Pi.Fr.215b.10 (dud.), Plb.9.27.4, LXX Sap.11.4, ὄρος LXX Ib.40.20.
2 afilado πέτρα Thd.Ex.4.25
subst. τὰ ἀκρότομα = puntas de una cuña, Ph.Bel.67.23.
3 pulimentado πέτρα LXX 3Re.6.7, λίθος I.AI 8.69
fig. de la sabiduría divina dura, inexorable ἀκρότομος πέτρα ἡ σοφία τοῦ θεοῦ Ph.1.82.

German (Pape)

[Seite 85] oben-, scharf abgeschnitten, λίθοι, behauen, Ios.; πέτρα, schroff, Pol. 9, 27, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 coupé ou taillé à son extrémité;
2 abrupt escarpé (roc, précipice, etc.) ; poli, lisse, uni en parl. de rocs, marbres, etc. fendus à pic ; très dur.
Étymologie: ἄκρος, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρότομος: круто срезанный, обрывистый (πέτρα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρότομος: -ον, (τέμνω) = ὁ ὀξέως ἀποτετμημένος, προσάντης, ἀπότομος, ἐπὶ κρημνοῦ, Πολύβ. 9. 27, 4, Φίλων 1. 82· ἡ ἀκρ., (ἐνν. πέτρα), Ἑβδ. (Ψαλμ. ριγ΄, 8· πρβλ. Ἰὼβ κη΄, 9, Δευτερ. 8. 15): ἐπὶ λίθου, ὀξύς, Θεόδοτ. Ἔξοδ. 4. 25.

English (Slater)

ἀκρότομος ? abrupt ἀκρο]τόμοι[ς πέ] τραισι[ (supp. Snell: ]ιομοι Lobel.) fr. 215b. 10.

Greek Monolingual

ἀκρότομος, -ον (AM)
αυτός που είναι απότομα κομμένος στο άκρο του, απότομος, απόκρημνος, κοφτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -τομος < τέμνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροτομία].

Greek Monotonic

ἀκρότομος: -ον (τέμνω), αυτός που έχει κοπεί, αποσπαστεί διαπεραστικά, απότομος, κρημνώδης, σε Πολύβ.

Middle Liddell

τέμνω
cut off sharp, abrupt, Polyb.