ἐξαναβαίνω
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
get to the top of, Artem.2.28; ἀτραπὸν ἐξανάβα Epigr.Gr.782 (Halic.).
Spanish (DGE)
subir, ascender c. ac. de dir. ἀκτὴν δ' ἐξαναβᾶσαι Il.24.97, c. ac. prosecutivo ῥεῦμα λιπὼν ἀτραπὸν ἐξανάβα dejando atrás el riachuelo asciende sendero arriba, SEG 28.840 (Halicarnaso III/II a.C.), sin rég. ἐὰν δέ τις ἐξαναβῇ Artem.2.28, cf. Orac.Sib.5.209
•fig. alzarse desde el anonimato, encaramarse al poder τις ἐξαναβὰς ἀφανὴς βασιλεύς Orac.Sib.5.408.
German (Pape)
[Seite 867] (s. βαίνω), vollends heraufsteigen, Sp., wie Artemid. 2, 28.
French (Bailly abrégé)
gravir jusqu'au bout.
Étymologie: ἐξ, ἀναβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, ἀναβαίνω ἔκ τινος τόπου, ἐάν τις ἐξαναβῇ ὁδὸν καὶ ἐπὶ πέρας ἀφῖχθαι νομίσῃ Ἀρτεμίδ. 2. 28· ἀτραπὸν ἐξανάβα Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 782.
English (Autenrieth)
only aor. 2 part., ἐξαναβᾶσαι, climbing up upon (out of the sea), Il. 24.97†.
Greek Monolingual
ἐξαναβαίνω (Α)
ανεβαίνω από κάποιο τόπο σε άλλον που βρίσκεται ψηλότερα ή πιο μεσόγεια, τελειώνω την ανάβαση.