διαχαράσσω

From LSJ
Revision as of 12:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχᾰράσσω Medium diacritics: διαχαράσσω Low diacritics: διαχαράσσω Capitals: ΔΙΑΧΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: diacharássō Transliteration B: diacharassō Transliteration C: diacharasso Beta Code: diaxara/ssw

English (LSJ)

Att. διαχαράττω, sever, divide, D.H.Dem.43 (Pass.); strip off, ἐκ τοῦ αὐχένος τὸ δέρμα Agath.4.23; carve, give shape to, Plu. 2.636c (Pass.), cf. Ph.1.649 (Pass.); sharpen, τὸν ὀφθαλμόν Plu.2.974b:—Med., scrape, S.Ichn.255:—Pass., πέτραις -κεχαραγμένοι τὰ σκέλη Agath.4.20.

Spanish (DGE)

(διαχᾰράσσω) • Alolema(s): át. -ττω
I c. διάa través
1 desgarrar ἐκ τοῦ αὐχένος τὸ δέρμα Agath.4.23.3, en v. pas. αἱ ... περίοδοι ... ἀφώνων καὶ ἡμιφώνων συμβολαῖς διαχαραττόμεναι los períodos, desgarrados por el encuentro de consonantes y semivocales D.H.Dem.43.9, c. ac. de rel. ταῖς πέτραις διακεχαραγμένοι τὰ σκέλη con las piernas desgarradas por las piedras Agath.4.20.2.
2 aguzar fig. τὸν ὀφθαλμόν Plu.2.974b.
II c. διάde un lado a otro
1 trazar τὴν εἰκόνα Eus.Onomast.p.2, τῷ ἄρτῳ τὸν σταυρόν A.Thom.A 50, cf. 18, τὰ θεμέλια τοῦ τείχους Io.Mal.Chron.M.97.313C
fig. τοὺς τύπους τῆς ἀληθείας Epiph.Const.Ep.Arab. en Haer.78.4.2, en v. pas. διαχαρασσομένων (τῶν τύπων) ὕστερον ἐνδημιουργεῖσθαι τὸ ζῷον Plu.2.636c, cf. Ph.1.649.
2 escribir τὴν ἐπιστολήν Gr.Nyss.Ep.20.1, cf. Eus.HE 5.3.4, τὸ πρᾶγμα Basil.Ep.45.1, cf. Anon.Hier.Luc.2.106.
III en v. med. rasguear, tañer τίς ποτ' αὐτῷ δι[α] χαράσσεται βροτῶν ref. a una especie de lira, S.Fr.314.261.

German (Pape)

[Seite 613] zerschneiden, trennen, Plut. Symp. 2, 3, 2 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

graver, tracer en gravant.
Étymologie: διά, χαράσσω.

Russian (Dvoretsky)

διαχᾰράσσω: досл. расчерчивать, перен. обрисовывать (μορφούμενος καὶ διαχαρασσόμενος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διαχᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, χωρίζω, διαιρῶ, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 43· ἐκκόπτω, γλύτω, ἀναγλύφω, Πλούτ. 2. 636C.

Greek Monolingual

(AM διαχαράσσω, Α και -ττω)
μσν.- νεοελλ.
1. χωρίζω τα όρια, οροθετώ
2. διαγράφω, καθορίζω τρόπο ενέργειας
αρχ.
1. χωρίζω, διαιρώ
2. σκαλίζω, γλύφω, χαράζω βαθιά
3. γδέρνω
4. ορίζω, καθορίζω
5. γράφω.