δωδεκάσκυτος
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ον, of twelve strips of leather, σφαῖρα Pl.Phd.110b, Plu.2.1003d.
Spanish (DGE)
-ον
de doce piezas de cuero σφαῖρα Pl.Phd.110b, Plu.2.1003d.
German (Pape)
[Seite 694] σφαῖρα, aus zwölf Lederstücken zusammengesetzter Ball, Plat. Phaed. 110 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
formé de douze peaux.
Étymologie: δώδεκα, σκῦτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωδεκάσκυτος -ον [δώδεκα, σκῦτος] van twaalf stukken leer.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκάσκῡτος: сделанный из двенадцати кусков кожи (σφαῖρα Plat., Plut.).
Greek Monolingual
δωδεκάσκυτος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από δώδεκα κομμάτια δέρματος.
Greek Monotonic
δωδεκάσκῡτος: -ον, αυτός που αποτελείται από δώδεκα κομμάτια δέρματος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάσκῡτος: -ον, ἐκ δώδεκα τεμαχίων διαφόρως κεχρωματισμένου δέρματος, σφαῖρα Πλάτ. Φαίδωνι 110Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1003D.