κενοφροσύνη

From LSJ
Revision as of 13:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενοφροσύνη Medium diacritics: κενοφροσύνη Low diacritics: κενοφροσύνη Capitals: ΚΕΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kenophrosýnē Transliteration B: kenophrosynē Transliteration C: kenofrosyni Beta Code: kenofrosu/nh

English (LSJ)

and κενό-φρων, v. κενεοφρ-.

German (Pape)

[Seite 1417] ἡ, übler Sinn, leerer Wahn; Plut. Ages. 37; Phot. erkl. ματαιοφροσύνη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
frivolité d'esprit.
Étymologie: κενόφρων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενοφροσύνη -ης, ἡ [κενόφρων] leeghoofdigheid.

Russian (Dvoretsky)

κενοφροσύνη:душевная пустота, легкомыслие, несерьезность Plut.

Greek Monolingual

κενοφροσύνη και κενεοφροσύνη, ἡ (Α) κενόφρων
κενότητα του νου, ανοησία, μωρία.

Greek Monotonic

κενοφροσύνη: ἡ, κενότητα, ρηχότητα μυαλού, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κενοφροσύνη: ἡ, κενότης νοῦ, κενόν, μάταιον φρόνημα, Τίμων 3. 2, Πλουτ. Ἀγησ. 37· «κενοφροσύνη· ματαιοφροσύνη» Φώτ.

Middle Liddell

κενοφροσύνη, ἡ,
emptiness of mind, Plut. [from κενόφρων