πλατεῖον
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
τό, (πλατύς) tablet, Plb.6.34.8, 10.45.8.
German (Pape)
[Seite 626] τό, die Platte od. Tafel, Pol. 6, 34, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
planchette où était écrit le mot du guet.
Étymologie: πλατύς.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτεῖον: τό пластинка, табличка, дощечка Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτεῖον: τό, (πλατὺς) πινακίς, Πολύβ. 6. 34, 8., 10. 45, 8.
Greek Monolingual
τὸ, Α
πινακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πλατεῖα με αλλαγή γένους].
Greek Monotonic
πλᾰτεῖον: τό (πλατύς), πλάκα, σε Πολύβ.
Middle Liddell
πλᾰτεῖον, ου, τό, πλατύς
a tablet, Polyb.
Translations
Akkadian: 𒁾; Arabic: لَوْح; Bulgarian: плочка, табелка; Dutch: kleitablet; Finnish: savitaulu; Ge'ez: ጾላዕ; German: Tafel; Greek: πινακίδα, πλακίδιο; Ancient Greek: πίναξ, πινακίς, πινάκιον, δέλτος, πλατεῖον; Hebrew: לוּחַ; Hungarian: írótábla, agyagtábla, tábla, kőtábla; Latin: tabula; Persian: لوح; Portuguese: tabuleta; Russian: дощечка, табличка, плита; Spanish: placa; Sumerian: 𒁾; Swedish: stentavla; Tagalog: tableta