περιπεταστός
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ή, όν, spread round or over, π. φίλημα lewd kiss, Ar.Ach.1201.
German (Pape)
[Seite 586] ringsum, darüber ausgebreitet, hingebreitet, φίλημα, ein wollüstiger Kuß mit weitgeöffneten Lippen, Ar. Ach. 1163.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui se déploie autour.
Étymologie: περιπετάννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπεταστός -όν [περιπετάννυμι] uitgespreid:. φιλήσατόν με μαλθακῶς τὸ περιπεταστόν jullie beiden, geef mij zachtjes die kus met gespreide lippen Aristoph. Ach. 1201.
Russian (Dvoretsky)
περιπεταστός: [adj. verb. к περιπετάννυμι распущенный, т. е. страстный (φίλημα Arph.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α περιπετάννυμι
1. απλωμένος γύρω γύρω σε κάτι
2. φρ. «περιπεταστὸν φίλημα» — φίλημα με ανοιχτά τα χείλη, φίλημα περιπαθές, λάγνο.
Greek Monotonic
περιπεταστός: -ή, -όν, απλωμένος τριγύρω ή από πάνω, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
περιπεταστός: -ή, -όν, ἐφαπλούμενος ὁλόγυρα, π. φίλημα, ἀκόλαστον φίλημα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1021· πρβλ. χαυνόω.
Middle Liddell
περιπεταστός, ή, όν [from περιπετάννῡμι]
spread round or over, Ar.