φιλημοσύνη

From LSJ
Revision as of 15:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλημοσύνη Medium diacritics: φιλημοσύνη Low diacritics: φιλημοσύνη Capitals: ΦΙΛΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: philēmosýnē Transliteration B: philēmosynē Transliteration C: filimosyni Beta Code: filhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, friendliness, affection, Thgn.284 (v.l. συνημοσύνη), IG12.1016.

German (Pape)

[Seite 1277] ἡ, Liebe, Freundschaft, Theogn. 284, wo Brunck συνημοσύνη schrieb, da das adj. φιλήμων nur als nom. pr. vorkommt.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bonté.
Étymologie: φιλέω.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλημοσύνη: ἡ, φιλικὸν αἴσθημα, φιλικὴ διάθεσις, Θέογν. 284 (ἔνθα δύο Ἀντίγραφ. φέρουσι συνημοσύνη), Ἑλλ. Ἐπιγρ. 9. ― Τὸ ἐπίθ. φιλήμων, μόνον ὡς κύριον ὄνομα.

Greek Monolingual

ἡ, Α φιλήμων, -ονος]]
(ποιητ. τ.) φιλική διάθεση, φιλία.

Greek Monotonic

φῐλημοσύνη: ἡ (φιλέω), φιλικότητα, συμπάθεια, σε Θέογν.

Middle Liddell

φῐλημοσύνη, ἡ, φιλέω
friendliness, affection, Theogn.