χαιρηδών
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
όνος, ἡ, delectation, Com. word in Ar.Ach.4, formed after ἀλγηδών.
German (Pape)
[Seite 1325] όνος, ἡ, Freude, komisch nach ἀλγηδών gebildet, Ar. Ach. 4, wo der Schol. über den Accent spricht.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
joie.
Étymologie: χαίρω.
Russian (Dvoretsky)
χαιρηδών: όνος ἡ шутл. (по созвучию с ἀλγηδών) радость Arph.
Greek (Liddell-Scott)
χαιρηδών: -όνος, ἡ, χαρμοσύνη, χαρά, κωμ. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 4, σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ ἀλγηδών. ΙΙ Χαιρήμων, ὁ, ὡς κύρ. ὄνομα, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 2.
Greek Monolingual
-όνος, ἡ, Α
χαρά, ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από το θ. του χαίρω, κατά το ἀλγ-ηδών «λύπη» (< ἀλγῶ)].
Greek Monotonic
χαιρηδών: -όνος, ἡ, χαρμοσύνη, χαρά, κωμ. λέξη σε Αριστοφ., σχηματισμένη κατά το ἀλγηδών.
Middle Liddell
χαιρηδών, όνος, ἡ,
delectation, Com. word in Ar., formed after ἀλγηδών.