ὑπόξηρος
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ον, A somewhat dry, πτύσματα, γλῶσσα, Id.Coac.363, Epid.7.22; ἐν τοῖς ὑ. in dry places, Plu.2.915e. 2 lean, slender, of parts that have not much flesh over them, Hp.Fract.4 vulg. (-ξυρα codd. opt.), v.l. for ὑπόξυροι in Id.Art.77.
German (Pape)
[Seite 1227] etwas trocken, dürre; Medic.; Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]un peu sec.
Étymologie: ὑπό, ξηρός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόξηρος: суховатый: ἐν τοῖς ὑποξήροις φύεσθαι βέλτιον Plut. лучше произрастать в сравнительно сухих местах.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόξηρος: -ον, ὀλίγον τι ξηρός, πτύσμα, γλῶσσα Ἱππ. 176Α, 1216Α· ἐν τοῖς ὑπ., δηλ. τόποις, Πλούτ. 2. 915Ε. 2) ὀλίγον ἰσχνός, ξηρός πως, ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ σώματος τῶν μὴ κεκαλυμμένων διὰ πολλῶν σαρκῶν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837, πρβλ. 759D.
Greek Monolingual
-ον, Α ξηρός
1. ο κάπως ξηρός·2. (για τόπο) αυτός που παρουσιάζει ξηρασία σε μικρό βαθμό
3. (για μέρη του σώματος) ο κάπως ισχνός.