ἐτνήρυσις

From LSJ
Revision as of 17:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτνήρῠσις Medium diacritics: ἐτνήρυσις Low diacritics: ετνήρυσις Capitals: ΕΤΝΗΡΥΣΙΣ
Transliteration A: etnḗrysis Transliteration B: etnērysis Transliteration C: etnirysis Beta Code: e)tnh/rusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀρύω A) soup-ladle, Ar.Ach.245, Fr.779.

German (Pape)

[Seite 1052] ἡ, der Kochlöffel, die Kelle, den Brei umzurühren und auszufüllen (ἀρύω), Ar. Ach. 245; VLL.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
sorte de cuiller.
Étymologie: ἔτνος, ἀρύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐτνήρῠσις: εως ἡ разливательная ложка, черпак Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτνήρῠσις: -εως, ἡ, (ἀρύω) κοχλιάριον δι’ οὗ ταράσσουσιν ἤ ἐξάγουσι τὸ ἔτνος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 245, Ἀποσπ. 612. Πρβλ. ἐτνοδόνος καὶ ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

ἐτνήρυσις, ἡ (Α)
κουτάλα με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη σούπα, τον χυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + έρυσις «άντληση», το -η αντί ε- λόγω της συνθέσεως].

Greek Monotonic

ἐτνήρῠσις: -εως, ἡ (ἀρύω), κουτάλα για ανακάτεμα ζωμού, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἐτνήρῠσις, εως ἀρύω
a soup-ladle, Ar.