ὑπεραής

From LSJ
Revision as of 17:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερᾱής Medium diacritics: ὑπεραής Low diacritics: υπεραής Capitals: ΥΠΕΡΑΗΣ
Transliteration A: hyperaḗs Transliteration B: hyperaēs Transliteration C: yperais Beta Code: u(perah/s

English (LSJ)

ές, gen. έος, (ἄημι) blowing hard, ἄελλα Il.11.297.

German (Pape)

[Seite 1190] ές, gen. έος, von oben herab od. überaus stark wehend, ἄελλα Il. 11, 297.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffle avec violence.
Étymologie: ὑπέρ, ἄημι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερᾱής: дующий с высоты или неистово (ἄελλα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερᾱής: -ές, γεν. έος, (ἄημι) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, ἄελλα Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν».

Greek Monolingual

-ές, Α
(για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με μεγάλη σφοδρότητα από πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αής (< ἄημι «φυσώ», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., πρβλ. τον τ. του Ησύχ. ἄος
πνεῦμα), πρβλ. δυσ-αής, εὐ-αής].

Greek Monotonic

ὑπερᾱής: -ές (ἄημι), γεν. -έος, αυτός που φυσά δυνατά, με σφοδρότητα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὑπερ-ᾱής, ές ἄημι
blowing hard, Il.