βασίλεια
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, βασίλεια Pi.N.1.39: fem. of βασιλεύς:—A queen, princess, Od.4.770, A.Ag.84 (lyr.), Hdt.1.11, etc.; of goddesses, Κύπρις β. Emp.128.3, cf. Hymn.Is.I, etc.; β. θεά Ar.Pax974; β. γύναι A.Pers.623 (lyr.), E.El.988 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): dór. βασιλέα Pi.N.1.39; jón. βασιληΐη Hdt.4.33; βασιλέη IEphesos 1223
• Prosodia: [-ῐ-]
fem. de βασιλεύς reina, soberana de Penélope πολυμνήστη Od.4.770, de Arete Od.7.241, de Clitemestra βασίλεια γύναι χθονὸς Ἀργείας E.El.988, cf. A.A.84, de la reina persa, A.Pers.623, cf. Hdt.1.11, de Arsínoe, Call.Fr.228.9, de diosas
• Hera θεῶν β. Pi.l.c., Ἄρτεμις Hdt.4.33, λιπαρᾶς ... βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ Pi.O.14.3, Κύπρις Emp.B 128.3, χθονίων β. Orph.B 18.1, 19, de la Paz θεά Ar.Pax 974, de Isis Αἰγύπτου β. Hymn.Is.1 (Andros), de Atenea, Call.Lau.Pall.52, de Afrodita Χαρίτων β. Colluth.16, de Hécate IEphesos l.c.
• Diccionario Micénico: qa-si-re-wi-ja.
German (Pape)
[Seite 436] ἡ, Königin, Fürstin, überall, von Hom. an; meist = Gattinn des Königs, z. B. Odyss. 7, 241 Arete, des Alkinoos Gattinn; Odyss. 6, 115 Nausikaa, des Alkinoos Toch, er; βασίλεια γυναικῶν Odyss. 11, 258; β. γυνή Aesch. Pers. 615; Soph. Ai. 1281; θεά Pind. Ol. 14, 3; Ar. Pax 938.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
reine, princesse.
Étymologie: βασιλεύς.
2plur. de βασίλειος ou de βασίλειον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βασίλειᾰ -ας, ἡ, poët. βασίλεα βασιλεύς Ion. gen. βασιλείης, koningin.
Russian (Dvoretsky)
βᾰσίλεια:
I ион. βᾰσῐληΐη ἡ царица или царевна Hom., Pind., Aesch., Soph., Her., Arph., Plut.
II τά pl. к βασίλειον.
English (Autenrieth)
queen; the queen's daughter, the princess, is termed βασίλεια in Od. 6.115; βασίλεια γυναικῶν, ‘queen among women’ (cf. δῖα γυναικῶν), Od. 11.258.
English (Slater)
βᾰςῐλεια, -ίλεα
1 queen ἀλλὰ θεῶν βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ πέμπε δράκοντας ἄφαρ (Heyne: βασίλεια codd: βασιλέα Boeckh. i. e. Hera) (N. 1.39) ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ (O. 14.3) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστόποσιν Πα. 21. 3, 11, 19, 27.
Greek Monolingual
η
βλ. βασιλιάς.
Greek Monotonic
βᾰσίλειᾰ: ἡ (βασῐλεύς), βασίλισσα, πριγκήπισσα, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσίλειᾰ: ἡ, βασιλέα Πίνδ.Ν.1.59· (βασιλεύς) - βασίλισσα, ἡγεμονίς,γυνὴ βασιλικῆς καταγωγῆς,Ὀδ. Δ.770, Αἰσχύλ. Ἀγ. 84,κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ θεαινῶν, βασίλεια θεά, ἀμφότερα ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 794· β. γύναι Αἰσχύλ. Πέρσ. 623, Εὐρ. Ἠλ. 988.Πρβλ. βασίλη, βασιλίς, βασίλισσα.
Middle Liddell
Léxico de magia
ἡ reina de Selene-Afrodita καλῶ σε, τριπρόσωπον θεάν, Μήνην, ... β. Βριμώ a ti te llamo, diosa de tres caras, Mene, reina Brimó P IV 2611 ἐλθέ μοι, ... τριπρόσωπε Σελήνη, ... β. ven a mí, Selene de tres caras, reina P IV 2791 ἡμετέρη β., θεά, μόλε ταῖσδ' ἐπαοιδαῖς reina nuestra, diosa, acude a nuestros cánticos P IV 2927