Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διδακτικός

From LSJ
Revision as of 17:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδακτικός Medium diacritics: διδακτικός Low diacritics: διδακτικός Capitals: ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: didaktikós Transliteration B: didaktikos Transliteration C: didaktikos Beta Code: didaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, apt at teaching, Ph.2.412, 1 Ep.Ti.3.2, 2 Ep.Ti.2.24.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1enseñado, que nace de la enseñanza, ἀρετή op. ἀσκητική Ph.1.524, 1.591, 2.412.
2 que puede ser enseñado, enseñable σοφία Clem.Al.Strom.1.5.31, φαντασία Olymp.in Phd.46.
II 1capaz de enseñar, didáctico de pers., frec. c. gen. ὁ φρόνιμος δ. ... τοῦ ἄφρονος S.E.M.11.245, 248, ὁ ἐπίσκοπος 1Ep.Ti.3.2, cf. 2Ep.Ti.2.24, Origenes Cels.3.48, Gr.Naz.M.35.477C, τὸ ἅγιον Πνεῦμα ... δ. ἁπάντων Basil.M.29.396A, de abstr. (ὅροι) διδακτικοὶ τούτων S.E.P.2.210, διδασκάλιον ... γνώσεως δ. Eus.PE 6.6.65, φύσις ... δ. τῶν κατορθουμένων Gr.Nyss.Tres dei 51.3, χάρις Gr.Nyss.Hom.in Cant.227.9, ταῦτα op. ἀναγκαστικά Chrys.M.60.154.
2 indicador δάκτυλος δ. dedo índice, Gloss.Pap. en PRain.18.256.304 (VI d.C.).
III adv. -ῶς de manera didáctica, magistralmente κηρυττέτω τὴν εὐαγγελικὴν ... πίστιν ... δ. Cyr.Al.M.75.1149B, δ. ... προφέρων τοὺς λόγους Origenes Fr.in Ps.97.5 (p.187).

German (Pape)

[Seite 615] unterrichtend, belehrend, Philo., N. T.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à instruire, didactique.
Étymologie: διδάσκω.

Russian (Dvoretsky)

διδακτικός: поучающий NT.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδακτικός: -ή, -όν, ἱκανός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ διδάσκειν, Φίλων 2. 412, Κ. Δ. 1 Τιμ. 3. 2., 2 Τιμ. 2. 24.

English (Strong)

from διδακτός; instructive ("didactic"): apt to teach.

English (Thayer)

διδακτικη, διδακτικόν (equivalent to διδασκαλικός in Greek writings), apt and skillful in teaching: διδακτικη ἀρετή, the virtue which renders one teachable, docility, Philo, praem. et poen. § 4; (de congressu erud. § 7).)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α -ός, -ή, -όν) διδάσκω
αυτός που αναφέρεται στη διδασκαλία
νεοελλ.
1. αυτός που προορίζεται ή προσφέρεται για διδασκαλία («διδακτικά βιβλία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η διδακτική
αρχ.
ο ικανός να διδάσκει.

Greek Monotonic

δῐδακτικός: -ή, -όν (διδάσκω), ικανός, κατάλληλος προς διδασκαλία, εκπαιδευτικός, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

δῐδακτικός, ή, όν adj διδάσκω
apt at teaching, NTest.

Chinese

原文音譯:didaktikÒj 笛打克提可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:(可)教(的)
字義溯源:教訓的,善於教導的,熟練教導的;源自(διδακτός)=所教訓的);而 (διδακτός)出自(διδάσκω)=教), (διδάσκω)出自(δαπάνη)Y*=學)
出現次數:總共(2);提前(1);提後(1)
譯字彙編
1) 善教導(1) 提後2:24;
2) 善於教導(1) 提前3:2