καλλίβωλος
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ον, with rich soil, Ἴδας ὄρος E.Or.1382 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1309] schönschollig, mit fruchtbarem Boden, ἄστυ Eur. Or. 1382; bei Eustath. auch καλλιβῶλαξ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles mottes de terre, au sol fertile.
Étymologie: καλός, βῶλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίβωλος -ον [καλός, βῶλος] met vruchtbare grond.
Russian (Dvoretsky)
καλλίβωλος: (ῐ) с прекрасной почвой, с плодородной землей (ἄστυ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλίβωλος: -ον, ἔχων καλοὺς βόλους, εὔφορον γῆν, ἄστυ Εὐρ. Ὀρ. 1382.
Greek Monolingual
καλλίβωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πλούσιο έδαφος, ο εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + βῶλος «βώλος γης»].
Greek Monotonic
καλλίβωλος: -ον (βῶλον), εύφορος, καρποφόρος, σε Ευρ.