Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλλίβωλος

From LSJ
Revision as of 18:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίβωλος Medium diacritics: καλλίβωλος Low diacritics: καλλίβωλος Capitals: ΚΑΛΛΙΒΩΛΟΣ
Transliteration A: kallíbōlos Transliteration B: kallibōlos Transliteration C: kallivolos Beta Code: kalli/bwlos

English (LSJ)

ον, with rich soil, Ἴδας ὄρος E.Or.1382 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1309] schönschollig, mit fruchtbarem Boden, ἄστυ Eur. Or. 1382; bei Eustath. auch καλλιβῶλαξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles mottes de terre, au sol fertile.
Étymologie: καλός, βῶλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίβωλος -ον [καλός, βῶλος] met vruchtbare grond.

Russian (Dvoretsky)

καλλίβωλος: (ῐ) с прекрасной почвой, с плодородной землей (ἄστυ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίβωλος: -ον, ἔχων καλοὺς βόλους, εὔφορον γῆν, ἄστυ Εὐρ. Ὀρ. 1382.

Greek Monolingual

καλλίβωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πλούσιο έδαφος, ο εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + βῶλος «βώλος γης»].

Greek Monotonic

καλλίβωλος: -ον (βῶλον), εύφορος, καρποφόρος, σε Ευρ.

Middle Liddell

καλλί-βωλος, ον [βῶλον]
with fine, rich soil, Eur.