πολυφαγία

From LSJ
Revision as of 18:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφᾰγία Medium diacritics: πολυφαγία Low diacritics: πολυφαγία Capitals: ΠΟΛΥΦΑΓΙΑ
Transliteration A: polyphagía Transliteration B: polyphagia Transliteration C: polyfagia Beta Code: polufagi/a

English (LSJ)

ἡ, excess in eating, Arist.GA768b29, Ph.1.686, Plu.2.624a, Iamb.Protr. 2.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, das Vielessen; Arist. gen. an. 4, 3; Nicol. bei Ath. X, 415 f.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gourmandise, voracité.
Étymologie: πολύς, φαγεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυφαγία -ας, ἡ [πολύφαγος] vraatzucht.

Russian (Dvoretsky)

πολυφᾰγία:прожорливость Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφᾰγία: ἡ, ὑπερβολὴ ἐν τῷ τρώγειν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 20, Πλούτ. 2. 624Α.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
η ιδιότητα του πολυφάγου, το να τρώει κανείς πολύ ή περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται, αδηφαγία, λαιμαργία
νεοελλ.
ιατρ. υπερβολική επιθυμία για λήψη τροφής η οποία δεν περιορίζεται από την αίσθηση κορεσμού, αποτελεί ένα από τα συμπτώματα εκδήλωσης του διαβήτη και παρατηρείται σε ορισμένες φυλές, ενώ έχει σχέση με το περιβάλλον και την κληρονομική προδιάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύφαγος. Ο τ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polyphagie].