ἀθόρυβος
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ον, A without uproar, Pl.Lg.640c; unperturbed, Polystr.p.29 W., prob. l. in Metrod.Fr.48 K.: Comp., Anon. in SE 15.19. Adv. -βως E.Or.630, Epicur.Fr.489, J.BJ2.12.6, Hierocl. in CA12p.447M. II not causing confusion, Ascl.Tact.12.10 (Comp.).
Spanish (DGE)
(ἀθόρῠβος) -ον
I 1tranquilo, sin perturbaciones συνουσία Pl.Lg.640c, ἄρχων Pl.Lg.640c, ἀ[θόρ] υβον ... καὶ ἀδ[ε] ῆ ἐμ πᾶσιν εἶναι Polystr.Contempt.30.6, γενομένης τῆς εἰσόδου ἀθορύβου Plb.8.29.1, ἀ. καὶ βέβαιος Plu.Fab.26, ἀθόρυβον τὸ ἦθος καὶ νήνεμον ἔχουσι τὴν ψυχήν Plu.2.589d, ἡ ζωή Procl.in R.1.18, cf. PFlor.323.16 (VI d.C.).
2 que no produce confusión σημεῖα Ascl.Tact.12.10.
II adv. -ως imperturbablemente, sin perturbaciones ὡς ἀ. ... λόγος ... ἵκηται E.Or.630, ζῆν Epicur.Ep.[3] 87, φρονεῖν Men.Pc.348, βίος ... ἀ. ... διανυόμενος Phld.Oec.12.35, cf. Aeschin.3.201, Procl.in R.1.19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans trouble, paisible.
Étymologie: ἀ, θόρυβος.
German (Pape)
ohne Störung, συνουσία Plat. Legg. I.640c; ohne Lärm, ruhig, εἴσοδος Pol. 8.31; öfter Plut.
• Adv., Eur. Or. 722.
Russian (Dvoretsky)
ἀθόρῠβος: бесшумный, спокойный, тихий (συνουσία Plat.; εἴσοδος Polyb.; ὄψις, ἦθος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθόρυβος: -ον, ἄνευ θορύβου, ἀτάραχος, ἥσυχος, Πλάτ. Νόμ. 640C. ― Ἐπίρρ. -βως, Εὐρ. Ὀρ. 630.
Greek Monotonic
ἀθόρῠβος: -ον, αυτός που δεν έχει θόρυβο, ο ήσυχος, σε Πλάτ.· επίρρ. -βως, σε Ευρ.
Middle Liddell
without uproar, Plat.:—adv. -βως, Eur.