ἀποβλάστημα

From LSJ
Revision as of 19:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβλάστημα Medium diacritics: ἀποβλάστημα Low diacritics: αποβλάστημα Capitals: ΑΠΟΒΛΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: apoblástēma Transliteration B: apoblastēma Transliteration C: apovlastima Beta Code: a)pobla/sthma

English (LSJ)

ατος, τό, shoot, Thphr. CP1.20.1: metaph., τὸ ἑαυτοῦ ἀ. πᾶς φιλεῖ Pl.Smp.208b.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
brote de una planta, Thphr.CP 1.20.1
fig. τὸ αὑτοῦ ἀποβλάστημα ... πᾶν τιμᾷ todo ser estima lo que es retoño de sí mismo Pl.Smp.208b
en anat. gener. de músculos y nervios, Gal.3.222, 227, 233, 243.

German (Pape)

[Seite 297] τό, Sprößling, Abkömmling, Plat. Conv. 208 b.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pousse, rejeton.
Étymologie: ἀποβλαστάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβλάστημα: ατος τό отпрыск, побег Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβλάστημα: -ατος, τὸ, βλαστὸς, «βλαστάρι», Πλάτ. Συμπ. 208Β, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 21, 1.

Greek Monolingual

το (Α ἀποβλάστημα)
νεοελλ.
1. πληθ. τα αποβλαστήματα (κατά τη θεωρία του Δαρβίνου) είναι αόρατα σωματίδια που παράγονται από τα σωματικά κύτταρα στα διάφορα όργανα, αποχωρίζονται απ' αυτά και συσσωρεύονται με ανάλογα σωματίδια στα γεννητικά κύτταρα
2. κύτταρα που συσσωματώνονται για να προφυλάσσονται τα σφουγγάρια απο δυσμενείς καιρικές συνθήκες
αρχ.
1. βλαστάρι, βλαστός
2. γόνος, τέκνο.

Greek Monotonic

ἀποβλάστημα: -ατος, τό, βλαστός, βλαστάρι, κλαδάκι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[from ἀποβλαστάνω
a shoot, scion, Plat.