παιδαριώδης

From LSJ
Revision as of 19:43, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδᾰριώδης Medium diacritics: παιδαριώδης Low diacritics: παιδαριώδης Capitals: ΠΑΙΔΑΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: paidariṓdēs Transliteration B: paidariōdēs Transliteration C: paidariodis Beta Code: paidariw/dhs

English (LSJ)

ες, childish, puerile, Pl.Phlb.14d, Arist. Pol.1270b28, Metaph.995a5, Nicoch.21, Plb.12.4B.1 (Sup.); τὸ -έστατον the most puerile style, Longin.4.1. Adv. -δῶς Plb.27.2.10, Phld.Mus.p.91 K., Gal.14.224.

German (Pape)

[Seite 439] ες, nach kleiner Kinder Art, was sich für kleine Kinder schickt; παιδαριώδη καὶ ῥᾴδια vrbdt Plat. Phil. 14 d; stärker: kindisch, unverständig, οὐ μόνον ἀνιστόρητον, ἀλλὰ καὶ παιδαριώδη, Pol. 12, 3, 1; τὸ ἀκόλαστον καὶ παιδαριῶδες, Plut. Ages. 26; Cat. min. 7. – Adv. παιδαριωδῶς, Pol. 27, 2, 10.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
d'enfant, enfantin, puéril.
Étymologie: παιδάριον, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδαριώδης -ες [παιδάριον] kinderachtig.

Russian (Dvoretsky)

παιδᾰριώδης: детский, ребяческий (π. καὶ ῥάδιος Plat.; ἀκόλαστος καὶ π. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παιδᾰριώδης: -ες, (εἶδος) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «παιδιακίσιος», Πλάτ. Φίληβ. 14D, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 23, Μετὰ τὰ Φυσ. 1 (ΕΛΑΤΤΟΝ) 3, 1, Νικοχάρ. ἐν Ἀδήλ. 7˙ τὸ παιδαριωδέστατον, ἐπὶ ὕφους, Λογγῖν. 4. 1. Ἐπίρρ. -δῶς, Πολύβ. 27. 2, 10.

Greek Monolingual

-ες (Α παιδαριώδης, -ῶδες) παιδάριον
αυτός που αρμόζει σε μικρό παιδί, στερημένος σοβαρότητας, παιδιακήσιος, παιδιαρίστικοςπαιδαριώδης συμπεριφορά»).
επίρρ...
παιδαριωδώς (Α παιδαριωδῶς)
με παιδαριώδη τρόπο, χωρίς σοβαρότητα.

Greek Monotonic

παιδᾰριώδης: -ες (εἶδος), παιδιάστικος, παιδαριώδης, σε Πλάτ.

Middle Liddell

παιδᾰρι-ώδης, ες εἶδος
childish, puerile, Plat.