παρανηνέω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
Ep. for παρανέω, (νέω c, cf. νηέω, νηνέω) heap or pile up beside, only impf., σῖτον παρενήνεον ἐν κανέοισιν Od.1.147, cf. 16.51.
French (Bailly abrégé)
impf. παρενήνεον;
entasser auprès de.
Étymologie: p. *παρανέω, avec redoublement épq., de νέω⁴.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-νηνέω, alleen imperf. 3 sing. παρενήνεεν en 3 plur. παρενήνεον, erbij ophopen.
German (Pape)
ion. = παρανέω².
Russian (Dvoretsky)
παρανηνέω: [из * παρανέω от νέω IV] нагромождать, накладывать (σῖτον ἐν κανέοισιν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
παρανηνέω: Ἐπικ. ἀντὶ παρανέω (νέω Δ) ἐπισωρεύω πλησίον, μόνον ἐν τῷ παρατ., σῖτον παρενήνεον ἐν κανέοισιν, «παρεσώρευον» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 147, Π. 51· ἴδε ἐν λέξ. νηνέω.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) συσσωρεύω κοντά σε κάποιον («σῑτον τ' ἐσσυμένως παρενήνεεν ἐν κανέοισι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νηνέω «σωρεύω»].
Greek Monotonic
παρανηνέω: Επικ. αντί παρανέω (νέω), συσσωρεύω ή συναθροίζω, στοιβάζω, μόνο σε παρατ., σῖτονπαρενήνεον ἐν κανέοισιν, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
epic for παρανέω [νέω4]
to heap or pile up beside, only in imperf., σῖτον παρενήνεον ἐν κανέοισιν Od.