μισόπολις

From LSJ
Revision as of 11:00, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόπολις Medium diacritics: μισόπολις Low diacritics: μισόπολις Capitals: ΜΙΣΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: misópolis Transliteration B: misopolis Transliteration C: misopolis Beta Code: miso/polis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ, hating the commonwealth, Ar.V.411 (lyr.), Arist.Rh.Al.1442a13.

German (Pape)

[Seite 192] ιος, die Stadt, den Staat hassend, ἀνήρ, Ar. Vesp. 411.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
ennemi de la cité.
Étymologie: μισέω, πόλις.

Russian (Dvoretsky)

μῑσόπολις: ιος adj. ненавидящий город или государство (ἀνήρ Arph., Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόπολις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὴν πόλιν, τὴν πολιτείαν, Ἀριστοφ. Σφ. 411, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 37. 3.

Greek Monolingual

μισόπολις, -εως, ό, ἡ (Α)
αυτός που μισεί την πόλη, την πολιτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + πόλις (πρβλ. φιλό-πολις)].

Greek Monotonic

μῑσόπολις: -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που μισεί την πόλη, την κοινή ευημερία, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μῑσό-πολις, ιος, ὁ, ἡ,
hating the commonwealth, Ar.