ἀναφανδά
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
Adv. visibly, openly, before the eyes of all, opp. κρύβδην, Od.3.221, 11.455: as neut. Adj., A.R.4.84.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ]
abiertamente, a la vista οὐ γάρ πω ἴδον ὧδε θεοὺς ἀναφανδὰ φιλεῦντας Od.3.221, κείνῳ ἀ. παρίστατο Παλλὰς Ἀθήνη Od.3.222, ἀναφανδὰ τέτυκται πάντα A.R.4.84, cf. PHamb.124.4 (III/II a.C.), Sch.D.T.281.1.
German (Pape)
[Seite 213] (ἀναφαίνω), sichtbar, vor aller Augen, Gegensatz κρύβδην, Od. 11, 455; 3, 221. 222.
French (Bailly abrégé)
adv.
ouvertement.
Étymologie: ἀναφαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾰφανδά: adv. Hom. = ἀναφανδόν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφανδά: ἐπίρρ. (ἀναφαίνω) φανερῶς, ἐνώπιον πάντων, ἀναφανδόν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ κρύβδην, οὐ γάρ πω ἴδον ὧδε θεοὺς ἀναφανδὰ φιλεῦντας Ὀδ. Γ. 221· κρύβδην, μηδ’ ἀναφανδὰ Λ. 455· παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 84. καὶ ὡς οὐδ. ἐπίθ. (ἴδε ἐν λέξει ἀμφαδά).
English (Autenrieth)
and ἀναφανδόν: openly, publicly, ‘regularly.’
Greek Monotonic
ἀναφανδά: επίρρ. (ἀναφαίνομαι), ορατά, φανερά, σε Ομήρ. Οδ.