βροτοκτονέω
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
murder men, A.Eu.421.
Spanish (DGE)
cometer homicidio βροτοκτονοῦντας ἐκ δόμων ἐλαύνομεν A.Eu.421.
German (Pape)
[Seite 465] Menschen tödten, Aesch. Eum. 399.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. part. prés.
commettre un homicide.
Étymologie: βροτοκτόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βροτοκτονέω βροτοκτόνος mensenmoord plegen:. βροτοκτονοῦντας ἐκ δόμων ἐλαύνομεν wij verjagen moordenaars uit hun huizen Aeschl. Eum. 421.
Russian (Dvoretsky)
βροτοκτονέω: убивать людей: βροτοκτονοῦντες Aesch. человекоубийцы.
Greek (Liddell-Scott)
βροτοκτονέω: ἀποκτείνω, φονεύω ἀνθρώπους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 421.
Greek Monotonic
βροτοκτονέω: μέλ. -ήσω, σκοτώνω ανθρώπους, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
[from βροτοκτόνος
to murder men, Aesch.