ὠκύπους

From LSJ
Revision as of 11:35, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠ́πους Medium diacritics: ὠκύπους Low diacritics: ωκύπους Capitals: ΩΚΥΠΟΥΣ
Transliteration A: ōkýpous Transliteration B: ōkypous Transliteration C: okypous Beta Code: w)ku/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ὠκύπουν, τό: acc. masc. ὠκύπουν E.Hel.243 (lyr.): Ep. dat. pl. ὠκυπόδεσσι Il.2.383, etc.: swift-footed, swift of foot, swift-running, fleet-footed, fleet of foot, light-legged, in Hom. always epithet of horses, Il. l. c., al., and so in Pi.Parth.2.44; of the hare, Hes.Sc.302; ἔλαφοι S.OC1093 (lyr.); ἱππικῶν . . ὠκύπους ἀγών Id.El.699; κύνες E.Hipp.1129 (lyr.); of Hermes, Id.Hel. l.c.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ὠκύποδος
aux pieds agiles.
Étymologie: ὠκύς, πούς.

German (Pape)

πουν, gen. ποδος, schnellfüßig; bei Hom. stets Beiw. der Pferde, wie Arist. ep. 3 (IX.73); des Hasen Hes. Sc. 302; ἔλαφοι Soph. O.C. 1095; auch ἱππικῶν ἦν ὠκύπους ἀγών, El. 689; κύνες Eur. Hipp. 1128.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύπους: 2, gen. ποδος быстроногий, быстрый (ἵπποι Hom., Plut., Anth.; λαγώς Hes.; ἔλαφοι, ἱππικῶν ἀγών Soph.; κύνες, Μαιάδος γόνος = Ἑρμῆς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύπους: ὁ, ἢ, ὠκύπουν, τό· αἰτ. ἀρσ. ὠκύπουν Εὐρ. Ἑλ. 243· Ἐπικ. δοτικ. πληθ. -πόδεσσι Ἰλ. Β. 383, κλπ.· ― ὁ τοὺς πόδας ταχύς, ταχύπους, ὡς τὸ πόδας ὠκύς, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν ἵππων· τῶν λαγῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 302· ἔλαφοι Σοφ. Ο. Κ. 1094· ἱππικῶν.. ὠκύπους ἀγὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 699· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 1128· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 243.

English (Slater)

ὠκῠπους swift-footed ἵππων τ' ὠκυπόδων Παρθ. 2. 44.

Greek Monolingual

-ουν / ὠκύπους, -ουν, ΝΜΑ, και ὠκύπος, -ον, Α
(στη νεοελλ. ως λόγιος τ.) ο γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ωκύπους
ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύπους). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. ocypode].

Greek Monotonic

ὠκύπους: ὁ, ἡ ή -πουν, τό, αιτ. αρσ. ὠκύπουν, Επικ. δοτ. πληθ. ὠκυπόδεσσι κ.λπ.· γοργοπόδαρος, επίθ. που λέγεται για τα άλογα, σε Όμηρ.· ἱππικῶν ὠκύπους ἀγών, σε Σοφ.· κύνες, σε Ευρ. κ.λπ.

Middle Liddell

ὠκύ-πους,
swift-footed, of horses, Hom.; ἱππικῶν ὠκύπους ἀγών Soph.; κύνες Eur., etc.

English (Woodhouse)

quick, swift

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)