ἐκμηνύω
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
English (LSJ)
inform of, betray, Plu.Pel.9 (Pass.), Poll.5.154.
Spanish (DGE)
divulgar, informar de τοῦτο OGI 532.21 (Galacia I a.C.), ἀντικρὺ τὸν νικοποιὸν καὶ τρισμακάριον σταυρόν Ath.Al.M.28.1064B, cf. Poll.5.154, en v. pas. ἡ πρᾶξις Plu.Pel.9, ταῦτα Philostr.Im.1.22.
German (Pape)
[Seite 769] anzeigen, verrathen, τὴν πρᾶξιν Plut. Pelop. 9.
French (Bailly abrégé)
inf. pf. Pass. ἐκμεμηνῦσθαι;
indiquer, dénoncer.
Étymologie: ἐκ, μηνύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμηνύω: показывать, обнаруживать, доносить: πᾶσιν παρέστη τὴν πρᾶξιν ἐκμεμηνύσθαι Plut. всем пришло в голову, что заговор открыт.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμηνύω: διαγγέλλω, καταμηνύω, προδίδω, Πλουτ. Πελοπ. 9, Πολυδ. Ε΄, 154.
Greek Monolingual
ἐκμηνύω (AM)
1. αναγγέλλω, ανακοινώνω
2. προδίδω.
Greek Monotonic
ἐκμηνύω: μέλ. -ύσω[ῡ], πληροφορώ, αναγγέλλω, διαμηνύω, φανερώνω, αποκαλύπτω, σε Πλούτ.