αντίπαλος

From LSJ
Revision as of 18:41, 10 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀντίπαλος, -ον) αντι - + παλος < πάλη
1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου
2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον
3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής
6) ο εχθρός
αρχ.
1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη
2. ο εξίσου μεγάλος
3. ο ανάλογος, ο αντίστοιχος
4. ο αμοιβαίος
5. ο αντίθετος
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίπαλον
α) η αντίθετη παράταξη, οι αντίπαλοι
6) φρ. «τὸ ἀντίπαλον τῆς ναυμαχίας» — η αβεβαιότητα, η ασάφεια για το αποτέλεσμα
γ) «τὸ ἀντίπαλον δέος» — ο φόβος που προκαλείται από την ισορροπία δυνάμεων των αντιπάλων (Θουκ.).