βατεύω

From LSJ
Revision as of 13:09, 12 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰτεύω Medium diacritics: βατεύω Low diacritics: βατεύω Capitals: ΒΑΤΕΥΩ
Transliteration A: bateúō Transliteration B: bateuō Transliteration C: vateyo Beta Code: bateu/w

English (LSJ)

perhaps trample, damage, τὰ βεβατευμένα BGU45.21 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

destrozar en v. pas. τέλος οἰκίας βατευομέ(νης) parte de una casa medio en ruinas, PAshm.24.6 (I a.C.), τὰ βεβατ[ευ] μένα ὑπ' αὐτῶν BGU 45.21 (III d.C.).
• Etimología: v. 1 βατέω.

German (Pape)

[Seite 438] = βατέω; aber Eur. Suppl. 1028 ist für τάφον βατεύουσα richtig ματεύουσα emendirt.

Greek Monolingual

βατεύω)
νεοελλ.
(για ζώα ή και ανθρώπους με αντικ. θηλ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική μίξη, καβαλάω
αρχ.
προξενώ βλάβη, καταπατώ, ποδοπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βατώ (-έω) (κατά το οχεύω) < -βατος, -βάτης < βαίνω].