δυσμορφία
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ἡ, misshapenness, ugliness, Hdt.6.61, Phld. Mort.29, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): δυσμορφίη Hdt.6.61
deformidad, fealdad ἐλίσσετο τὴν θεὸν ἀπαλλάξαι τῆς δυσμορφίης τὸ παιδίον Hdt.l.c., op. εὐμορφία Thphr.HP 1.4.1, cf. Democr.B 1a, Aesop.103.1, Ach.Tat.6.7.1, Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.31, Crito en Gal.12.401, App.BC 1.20, Basil.M.30.331B.
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, Häßlichkeit, Her. 6, 61 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
δυσμορφία: ион. δυσμορφίη ἡ безобразие, уродливость Her.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμορφία: ἡ, κακομορφία, ἀσχημία, Ἡρόδ. 6. 61, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM δυσμορφία)
ασχήμια
νεοελλ.
κάθε παρέκκλιση του ανθρώπινου σώματος ή οργάνου του από τη φυσιολογική μορφή.
Greek Monotonic
δυσμορφία: ἡ, δυσπλασία του σώματος, ασχήμια, παραμόρφωση, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
δυσμορφία, ἡ,
badness of form, ugliness, Hdt. [from δύσμορφος
Translations
ugliness
Asturian: feúra; Bulgarian: грозота; Catalan: lletgesa, lletjor; Czech: ošklivost; Danish: grimhed; Dutch: lelijkheid; Esperanto: malbeleco; Finnish: rumuus; French: laideur; Galician: fealdade; German: Hässlichkeit; Greek: ασχήμια; Ancient Greek: ἀηδία, αἶσχος, αἶσχρος, αἰσχρότης, ἀκοσμία, ἀμορφία, ἀπρέπεια, ἀσχημοσύνη, δυσείδεια, δυσμορφία, δυσπρέπεια, δυσχέρεια, εἰδέχθεια, τὸ ἀκαλλές, τὸ ἀπρεπές, τὸ ἄσχημον, τὸ εἰδεχθές; Hungarian: csúnyaság; Irish: gráinneacht; Italian: bruttezza; Japanese: 醜; Korean: 추함; Kurdish Central Kurdish: ناشرینی; Latin: deformitas, turpitudo; Latvian: neglītums; Persian: زشتی, قبح; Polish: brzydota; Portuguese: feiura, fealdade; Russian: уродство; Spanish: fealdad, feúra; Swedish: fulhet; Turkish: çirkinlik; Welsh: hagrwch, hyllter