gay
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English > Greek (Woodhouse)
adjective
cheerful: P. εὔθυμος, Ar. and V. ἱλαρός (Xen.).
of looks; P. and V. φαιδρός, V. λαμπρός, φαιδρωπός, Ar. and V. εὐπρόσωπος (also Xen.).
fine, splendid: P. and V. λαμπρός.
high-spirited: Ar. and P. νεανικός.
self-indulgent: Ar. and P. τρυφερός.
homosexual: ἀνδροβάτης, ἀνδροκοίτης, ἀνδρόπορνος, ἀρρενοκοίτης, ἀρσενοβάτης, ἀρσενοκοίτης, ἀρσενομίκτης, ἀρσενόπαις, βάταλος, βάτταλος, ἐμβασικοίτας, εὐρύπρωκτος, θερμόπρωκτος, κατάπυγος, καταπύγων, κατωμόχανος, κίναιδος, κιναιδώδης, κυβάλης, λακαταπύγων, λακκόπρωκτος, λάσταυρος, μεῖραξ, παγκαταπύγων, παθικός, πειώλης, περάντης, πεώλης, σπαταλοκίναιδος, φιλοπυγιστής, χαυνόπρωκτος