αθυρόστομος

From LSJ
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀθυρόστομος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν βάζει φραγμούς στη γλώσσα του, αδιάκριτος, υβριστής, βωμολόχος
αρχ.
αυτός που μιλά ακατάπαυστα, ο φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄθυρος + στόμα.
ΠΑΡ. αθυροστομία, αθυροστομώ].

Translations