κάμωμα
From LSJ
Greek Monolingual
το καμώνω
(Μ κάμωμα[ν] και κάμουμα)
1. ενέργεια, έργο, πράξη
2. ίδρυση, κατασκευή, φτειάξιμο
3. (ιδίως στον πληθ.) τα καμώματα
τα κατορθώματα
νεοελλ.
1. (για καρπούς) ωρίμαση, γίνωμα, ωρίμασμα
2. (μτφ., στον πληθ.) τα καμώματα
α) πείσματα, νάζια, σκέρτσα, ερωτοτροπίες
β) προσποιητή άρνηση
μσν.
1. πλάσμα ανθρώπινο
2. λογοτεχνικό δημιούργημα
3. (κυρίως στον πληθ.) τὰ καμώματα
α) άπρεπη πράξη
β) γεγονός, συμβάν
4. ερωτική συνεύρεση
5. σοδειά, καρπός αγροτικής εργασίας
6. μισθός
7. πανηγύρι, γλέντι
8. διαπληκτισμός, τσάκωμα, καβγάς.