κάμωμα

From LSJ
Revision as of 15:53, 8 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>ιδίως" to "<b>ιδίως")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek Monolingual

το καμώνω
κάμωμα[ν] και κάμουμα)
1. ενέργεια, έργο, πράξη
2. ίδρυση, κατασκευή, φτειάξιμο
3. (ιδίως στον πληθ.) τα καμώματα
τα κατορθώματα
νεοελλ.
1. (για καρπούς) ωρίμαση, γίνωμα, ωρίμασμα
2. (μτφ., στον πληθ.) τα καμώματα
α) πείσματα, νάζια, σκέρτσα, ερωτοτροπίες
β) προσποιητή άρνηση
μσν.
1. πλάσμα ανθρώπινο
2. λογοτεχνικό δημιούργημα
3. (κυρίως στον πληθ.) τὰ καμώματα
α) άπρεπη πράξη
β) γεγονός, συμβάν
4. ερωτική συνεύρεση
5. σοδειά, καρπός αγροτικής εργασίας
6. μισθός
7. πανηγύρι, γλέντι
8. διαπληκτισμός, τσάκωμα, καβγάς.