ἀρτοπόπος

From LSJ
Revision as of 18:01, 29 March 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτοπόπος Medium diacritics: ἀρτοπόπος Low diacritics: αρτοπόπος Capitals: ΑΡΤΟΠΟΠΟΣ
Transliteration A: artopópos Transliteration B: artopopos Transliteration C: artopopos Beta Code: a)rtopo/pos

English (LSJ)

v. αρτοκόπος.

Spanish (DGE)

ἀρτοκόπος, -ου, ὁ, ἡ
• Alolema(s): ἀρτοπόπος Phryn.193, Lib.Or.31.12, Hsch., Poll.7.21
panadero, tahonero en principio como oficio al servicio de los reyes persas οἱ ἀρτόκοποι καὶ οἱ ὀψοποιοί Hdt.9.82, cf. X.An.4.4.21, HG 7.1.38, lidios τῆς ἀρτοκόπου τῆς Κροίσου εἰκών el retrato de la panadera de Creso Hdt.1.51, gener., Pl.Grg.518b, UPZ 7.6 (II a.C.), IG 22.12948 (I d.C.), IGR 4.1244.2, MAMA 3.170 (Corasio IV/V d.C.), PPetaus 48.7 (II d.C.), IEphesos 215.3, 6 (II/III d.C.), Gr.Shorthand Man.678 (III/IV d.C.), PBerl.Borkowski 8.10 (III/IV d.C.), Horap.1.50, POxy.1949.2 (V d.C.).
• Diccionario Micénico: a-to-po-qo.
• Etimología: Comp. de ἄρτοςpan’ y κόπος < *ποκο- (de la raíz *pekcocer’), c. disim. de *k.

German (Pape)

[Seite 363] ὁ, der Bäcker, B. A. 447; nach 22 auch ἀρτοποπής (?).

Greek Monolingual

ἀρτοκόπος και ἀρτοπόπος, ο, η (Α)
ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β' συνθετικό -ποπος < -kwopos (< -pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα pekw- «ψήνω, μαγειρεύω» (πρβλ. πέσσω «μαλακώνω, ωριμάζω, μαγειρεύω», πέπων «ο ώριμος, αυτός που έγινε μαλακός από τον ήλιο»). Ο πρωταρχικός τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή: α-to-po-qo, όπου παρατηρείται διατήρηση του χειλοϋπερωικού kw, το οποίο δηλώνεται με το συλλαβόγραμμα q. Σύμφωνα όμως με νεώτερη άποψη, το β' συνθετικό -κόπος του τ. αρτοκόπος συνδέεται με το κόπτω και όχι με το πέσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοπόπος: ἴδε ἀρτοκόπος,