ἀχείρωτος

From LSJ
Revision as of 18:10, 25 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχείρωτος Medium diacritics: ἀχείρωτος Low diacritics: αχείρωτος Capitals: ΑΧΕΙΡΩΤΟΣ
Transliteration A: acheírōtos Transliteration B: acheirōtos Transliteration C: acheirotos Beta Code: a)xei/rwtos

English (LSJ)

ον, A untamed, unconquered, Th.6.10, D.S.5.15. II ἀχείρωτον φύτευμα, of the olive, not planted by man's hand, S.OC698 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
1 inaprensible, inconquistable de pers. οἱ ἐπὶ Θρᾴκης Th.6.10, c. dat. ἀ. πολεμίᾳ δυνάμει D.S.5.15, ἀ. τοῖς ἐχθροῖς Aesop.53.1, 2, c. πρός y ac. ἡ φύσις ... πρὸς ἅπαν πάθος ἀ. Bas.Sel.Or.M.85.49D
de cosas invencible τὸ ὅπλον ref. a la cruz, Chrys.M.51.35
inexpugnable σηκός Isid.Pel.Ep.M.78.297A
subst. τὸ ἀχείρωτον lo que no puede ser sometido Isid.Pel.Ep.M.78.484A.
2 no trabajado por la mano del hombre (pero quizá sent. 1) φύτευμ' ἀχείρωτον αὐτοποιόν S.OC 698, cf. Fr.1117, de una partida de lino PHerm.Rees 22.14 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 417] 1) unbezwungen, Thuc. 6, 10; D. Sic. 18, 24. – 2) nicht von Menschenhänden gepflanzt, φύτευμα Soph. O. C. 703; s. vor.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non conquis;
2 non façonné ou planté par la main de l'homme.
Étymologie: , χειρόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀχείρωτος:
1 Soph. v.l. = ἀχείρητος;
2 незавоеванный, непокоренный (οἱ Χαλκιδῆς Thuc.; πολεμίᾳ δυνάμει Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀχείρωτος: -ον, ὁ μὴ χειρωθείς, μὴ ὑποταχθείς, Θουκ. 6. 10, Διόδ. 5. 15, ΙΙ. ἀχ. φύτευμα, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Σοφ. Ο. Κ. 698· ὁ Πολυδ. Β,΄ 158 ἑρμηνεύει τὴν λὲξιν ἀχειρούργητον, «ἀχείρωτον δὲ Σοφοκλῆς εἴρηκε τὸ ἀχειρούργητον», ὅ ἐ. αὐτοφυές, μὴ φυτευθὲν ὑπὸ χειρὸς ἀνθρώπου.

Greek Monolingual

ἀχείρωτος, -ον (AM) χειρώ
ανίκητος, αδούλωτος, ακαταμάχητος
αρχ.
φρ. «ἀχείρωτον φύτευμα»
(για την ιερή ελιά) που δεν τη φύτεψε χέρι ανθρώπου.

Greek Monotonic

ἀχείρωτος: -ον (χειρόω
I. αδάμαστος, ανυπότακτος, σε Θουκ.
II. αυτός που δεν φυτεύτηκε από χέρια ανθρώπου, σε Σοφ.

Middle Liddell

χειρόω
I. untamed, unconquered, Thuc.
II. not planted by man's hand, Soph.

English (Woodhouse)

unsubdued

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)