εξόμνυμι
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
Greek Monolingual
ἐξόμνυμι και ἐξομνύω (AM) όμνυμι
1. ορκίζομαι, βεβαιώνω κάτι με όρκο
2. αρνούμαι κάτι με όρκο
3. απαρνούμαι, αποκηρύττω
αρχ.
1. αρνούμαι να δεχθώ κάποιο αξίωμα προβάλλοντας μια δικαιολογία
2. απορρίπτω με περιφρόνηση.