πατροφονεύς
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
έως, Ep. ῆος, ὁ, murderer of one's father, [Ὀρέστης] ἔκτανε πατροφονῆα Αἴγισθον... ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα Od.1.299, cf. 3.197.
German (Pape)
[Seite 536] ὁ, Vatermörder, Od. 1, 299. 3, 197. 307.
French (Bailly abrégé)
έως, épq. -ῆος (ὁ) :
c. πατροφόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατροφονεύς -έως, ὁ [πατροφόνος] vadermoordenaar.
Russian (Dvoretsky)
πατροφονεύς: έως, эп. ῆος ὁ Hom. = πατροφόνος II.
English (Autenrieth)
ῆος: murderer of a father. (Od.)
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο φονέας του πατέρα κάποιου («[Ορέστης] ἔκτανε πατροφονῆα Αἴγισθον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + φονεύς (πρβλ. ανδροφονεύς)].
Greek Monotonic
πατροφονεύς: -έως, Επικ. -ῆος, ὁ (*φένω), δολοφόνος του πατέρα, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πατροφονεύς: έως, Ἐπικ. ῆος, ὁ, ὁ φονεύσας τὸν πατέρα τινός, [Ὀρέστης] ἔκτανε πατροφονῆα Αἴγισθον .. ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα Ὀδ. Α. 299, πρβλ. Γ. 197.