ταχυβάτης
From LSJ
μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε → call no man happy until he dies, call no man happy till he dies, it ain't over till the fat lady sings, the opera ain't over till the fat lady sings, count no man happy until he is dead, it's not over till it's over, count no man blessed before his end
English (LSJ)
ου, ὁ, = ταχυβάμων (fast-walking), E. Rh. 134 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1076] ὁ, = Vorigem, Eur. Rhes. 134.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui va vite, qui marche vite.
Étymologie: ταχύς, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχῠβάτης: (ᾰ) быстро идущий, скорый, проворный (κατόπτης Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ρῆσ. 134.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ταχυβάδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ὀρειβάτης).
Greek Monotonic
τᾰχῠβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που περπατάει γρήγορα, σε Ευρ.