σμιλεύω

From LSJ
Revision as of 15:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Middle Liddell

σμῑλεύω,
to carve finely. [from σμῑ́λη]

German (Pape)

[Seite 911] wie γλύφω, sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp.

French (Bailly abrégé)

entailler avec un ciseau.
Étymologie: σμίλη.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑλεύω: γλύφω λεπτῶς, «σκαλίζω», Γρηγ. Ναζ.· μεταφορ., σμ. ἐννοίας Εὐστ. Πονημάτ. 106. 29.

Greek Monolingual

ΜΝΑ
κατεργάζομαι με σμίλη, γλύφω, λαξεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (πρβλ. αποσμιλεύω, διασμιλεύω)].

Greek Monotonic

σμῑλεύω: σκαλίζω, γλύφω με λεπτότητα, λαξεύω.

Mantoulidis Etymological

(=σκαλίζω, λαξεύω). Ἀπό τό οὐσ. σμίλη (=ἐργαλεῖο γιά χάραξη).
Παράγωγα: σμιλεία καί σμίλευσις (=σκάλισμα), σμίλευμα, σμιλευτός (=σκαλισμένος).