σαράπους

From LSJ
Revision as of 16:40, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰράπους Medium diacritics: σαράπους Low diacritics: σαράπους Capitals: ΣΑΡΑΠΟΥΣ
Transliteration A: sarápous Transliteration B: sarapous Transliteration C: sarapous Beta Code: sara/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, acc. σαράπουν and, in Alc.37B, σάραπον:— splay-footed, Alc. l.c., Gal.19.136. (From σαίρω (B),= ἐπισύρων τὼ πόδε, D.L.1.81; from σαίρω (A),= διασεσηρότας καὶ διεστῶτας ἔχουσα τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν, Gal.l.c.)

German (Pape)

[Seite 862] eigtl. Einer, der mit den Füßen kehrt, fegt, dah. der breite auseinanderstehende, Füße hat u. sie im Gehen schleppt, lat. plautus., od. nach Galen. Füße mit breit auseinanderstehenden Zehen.

Russian (Dvoretsky)

σαράπους: 2, gen. ποδος, эол. σάραπος, ω adj. σαίρω страдающий плоскостопием Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰράπους: [ρᾰ], -ποδος, ὁ, ἡ, αἰτ. σαράπουν καὶ παρὰ τῷ Ἀλκαίῳ 38· σάραπον· (σαίρω ΙΙ, ποὺς) ὁ διὰ τῶν ποδῶν τοῦ σαρώνων, δηλ. ὁ ἔχων πόδας στρεβλοὺς καὶ σύρων αὐτοὺς κατὰ γῆς ἐν ᾧ βαδίζει, πατύπους, Λατ. plautus, Ἀλκαῖ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γαλην. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 396.

Greek Monolingual

-ποδος, ὁ, ἡ, Α
στραβοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαίρω «σκουπίζω» + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καμψίπους, πλατύπους].

Frisk Etymological English

Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The form has not been explained. An IE *srh₂-e- is improbable. So the word will be Pre-Greek: *sar-ap-? The winal may have been secondarily adapted.
See also: s. 1. σαίρω.

Frisk Etymology German

σαράπους: {sarápous}
See also: s. 1. σαίρω.
Page 2,677