χθονοστιβής

From LSJ
Revision as of 16:50, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθονοστῐβής Medium diacritics: χθονοστιβής Low diacritics: χθονοστιβής Capitals: ΧΘΟΝΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: chthonostibḗs Transliteration B: chthonostibēs Transliteration C: chthonostivis Beta Code: xqonostibh/s

English (LSJ)

ές, treading the earth, opp. οὐράνιος, S.OT301.

German (Pape)

[Seite 1355] ές, die Erde betretend, auf der Erde gehend, Soph. O. R. 301, im Gegensatz von οὐράνιος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui foule la terre.
Étymologie: χθών, στείβω.

Russian (Dvoretsky)

χθονοστῐβής: топчущий землю, т. е. земной: οὐράνιά τε καὶ χθονοστιβῆ Soph. (все) небесное и земное.

Greek (Liddell-Scott)

χθονοστῐβής: -ές, ἐπίγειος, γήϊνος, ὦ πάντα νωμῶν Τειρεσία, .. οὐρνάνιά τε καὶ χθονοστιβῆ, «τὰ ἐν τῇ γῇ, τὰ ἐπίγεια, γήΐνα» (Σχόλ.), Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 301.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που πατά στη γη, επίγειος, γήινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. ήλιοστιβής, νιφοστιβής].

Greek Monotonic

χθονοστῐβής: -ές (στείβω), αυτός που πατάει στη γη, σε Σοφ.

Middle Liddell

χθονο-στῐβής, ές στείβω
treading the earth, Soph.

English (Woodhouse)

treading the earth, walking the earth, walking the ground

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)