πεντάλιτρος

From LSJ
Revision as of 11:07, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰλῑτρος Medium diacritics: πεντάλιτρος Low diacritics: πεντάλιτρος Capitals: ΠΕΝΤΑΛΙΤΡΟΣ
Transliteration A: pentálitros Transliteration B: pentalitros Transliteration C: pentalitros Beta Code: penta/litros

English (LSJ)

ον, weighing five λῖτραι or pounds, Id.4.173.

German (Pape)

[Seite 556] fünf λίτραι schwer, fünfpfündig, Erkl. von πενταστάτηρος, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάλιτρος: -ον, ὁ ἔχων βάρος πέντε λιτρῶν, Πολυδ. Δ΄, 173.

Greek Monolingual

και πεντέλιτρος -ον, Α
1. αυτός που έχει βάρος πέντε λίτρων
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντέλιτρον
βάρος πέντε λιτρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- πέντε- + -λιτρος (< λίτρα), πρβλ. δεκάλιτρος].