παλιντυχής

From LSJ
Revision as of 11:13, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντῠχής Medium diacritics: παλιντυχής Low diacritics: παλιντυχής Capitals: ΠΑΛΙΝΤΥΧΗΣ
Transliteration A: palintychḗs Transliteration B: palintychēs Transliteration C: palintychis Beta Code: palintuxh/s

English (LSJ)

ές, with a reverse of fortune, τριβὰ βίου A.Ag.464 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont la fortune a subi des vicissitudes, infortuné.
Étymologie: πάλιν, τύχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιντυχής -ές [πάλιν, τύχη] met een ommekeer van het lot, ongelukkig.

German (Pape)

τριβὰ βίου, ein entgegengesetztes Geschick bringend, unglücklich, Aesch. Ag. 452, Gegensatz τυχηρός.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιντῠχής: полный превратностей, несчастный (τριβὰ βίου Aesch.).

Greek Monolingual

παλιντυχής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τυχής (< τύχη), πρβλ. ευτυχής].

Greek Monotonic

πᾰλιντῠχής: -ές (τύχη), αυτός που έχει αντίθετη τύχη, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντῠχής: -ές, ἔχων ἐναντίαν τὴν τύχην, δυστυχής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 464.

Middle Liddell

πᾰλιν-τῠχής, ές τύχη
with a reverse of fortune, Aesch.