παυροεπής
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ές, of few words, AP7.713 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 537] ές, von wenig Worten, wortkarg, Antip. Sid. 47 (VII, 713), von der Erinna, die wenig gedichtet hatte.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a fait peu de vers.
Étymologie: παῦρος, ἔπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παυροεπής -ές [παῦρος, ἔπος] van weinig woorden.
Russian (Dvoretsky)
παυροεπής: немногословный Anth.
Greek Monolingual
-ές, Α
λιγόλογος, άνθρωπος λίγων λόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός, λίγος» + -επής (< ἔπος), πρβλ. καλλιεπής].
Greek Monotonic
παυροεπής: -ές (ἔπος), ολιγόλογος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
παυροεπής: -ές, ὁ ὀλίγα λέγων, ὀλιγολόγος, Ἀνθ. Π. 7, 713.
Middle Liddell
παυρο-επής, ές ἔπος
of few words, Anth.