πρωτόθετος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόθετος: -ον, ὁ πρῶτος πλασθείς, δημιουργηθείς, ἐπὶ τοῦ Ἀδάμ, Εὐστ. Πονημάτ. 264, 73· λέξις ἢ ῥῆμα πρ., πρωτότυπος λέξις, αὐτόθι 315. 60, κτλ. Ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 40. 90.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρωτόθετος, -ον, ΝΜ
1. (για τον Αδάμ) αυτός που δημιουργήθηκε πρώτος, ο πρωτόπλαστος
2. γραμμ. αυτός που πλάστηκε πρώτος, ο αρχικός («λέξις ἤ ῥῆμα πρωτόθετον», Ευστ. Πον.)
νεοελλ.
φρ. «πρωτόθετος αριθμός»
ναυτ. ο πρώτος αριθμός που έχει πάρει ένα πολεμικό πλοίο από τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό του.
επίρρ...
πρωτοθέτως Μ
με πρωτόθετο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + θετός (< τίθημι), πρβλ. ομοιόθετος].