ὑψικάρηνος

From LSJ
Revision as of 12:18, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐκάρηνος Medium diacritics: ὑψικάρηνος Low diacritics: υψικάρηνος Capitals: ΥΨΙΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: hypsikárēnos Transliteration B: hypsikarēnos Transliteration C: ypsikarinos Beta Code: u(yika/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, high-topped, δρύες Il.12.132, h.Ven. 264; ἄγκος Call.Fr.anon.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la tête ou à la cime élevée.
Étymologie: ὕψι, κάρηνον.

German (Pape)

mit hohem Haupte, Wipfel, δρύες H.h. Ven. 265, ἄγκος Suid.

Russian (Dvoretsky)

ὑψικάρηνος: (ᾰ) высокоглавый (δρύες Hom., HH; ἐλάται HH).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν κορυφήν, ἢ ἐλάται ἡὲ δρύες ὑψικάρηνοι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 265· ἄγκος ὑψικάρηνον Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἄγκος.

English (Autenrieth)

. with lofty head or peak, Il. 12.132†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(συν. για δέντρο) υψικόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. πολυκάρηνος].

Greek Monotonic

ὑψῐκάρηνος: [ᾰ], -ον (κάρηνον), αυτός που έχει υψηλή κορυφή, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ὑψῐ-κάρηνος, ον, κάρηνον
high-topped, Hhymn.