λαχταρώ
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Greek Monolingual
(Μ λαχταρῶ και λακταρῶ, -άω)
επιθυμώ σφοδρά, ποθώ διακαώς («λαχτάρησε τα παιδιά του τόσον καιρό στο εξωτερικό»)
νεοελλ.
1. (ιδίως για ψάρι) σπαρταρώ
2. σπαράζω, συγκλονίζομαι από συγκίνηση ή πόθο
3. βρίσκομαι σε υπερδιέγερση από φόβο ή αγωνία, τρομάζω («λαχτάρησα ώσπου να περάσεις τον δρόμο»)
4. (σχετικά με φαγητά) λιγουρεύομαι, λιχουδεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαχτάρα. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για μεταπλασμένο ενεστ. του λαχταρίζω, σχηματισμένο από τον αόρ. λαχτάρ-ισα, που συνέπιπτε φωνητικά με τον αόρ. του λαχταρώ (πρβλ. χαιρετίζω: χαιρετώ].