Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγχορευτής

From LSJ
Revision as of 08:20, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχορευτής Medium diacritics: συγχορευτής Low diacritics: συγχορευτής Capitals: ΣΥΓΧΟΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: synchoreutḗs Transliteration B: synchoreutēs Transliteration C: sygchoreftis Beta Code: sugxoreuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, companion in the dance, Pl.Lg.654a, 665a, X.HG2.4.20.

German (Pape)

[Seite 971] ὁ, Mittänzer; Plat. Legg. II, 653 c; Xen. Hell. 2, 4, 20.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui fait partie du même chœur de danse.
Étymologie: συγχορεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγχορευτής -οῦ, ὁ [συγχορεύω] mededanser.

Russian (Dvoretsky)

συγχορευτής: οῦ ὁ участник пляски, танцор Xen., Plut.

Greek Monolingual

ο, θηλ. συγχορεύτρια, ΝΑ συγχορεύω
αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό
αρχ.
λάτρης της ίδιας θεότητας.

Greek Monotonic

συγχορευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συγχορευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συγχορεύων, Πλάτ. Νόμ. 653Ε, 665Α, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20.

Middle Liddell

συγ-χορευτής, οῦ, ὁ,
a companion in a dance, Xen.