χρησμῳδός

From LSJ
Revision as of 09:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμῳδός Medium diacritics: χρησμῳδός Low diacritics: χρησμωδός Capitals: ΧΡΗΣΜΩΔΟΣ
Transliteration A: chrēsmōidós Transliteration B: chrēsmōdos Transliteration C: chrismodos Beta Code: xrhsmw|do/s

English (LSJ)

όν, (ᾠδή) prop. A chanting oracles, or delivering them in verse; then, generally, prophesying, prophetic, χ. παρθένος, of the Sphinx, S.OT1200 (lyr.); epithet of Apollo, Epigr.Gr.1023.2 (Nubia). 2 oracular, φάτις S.Fr.573. II as substantive, soothsayer, oracle-monger, Pl.Ap.22c, Ion534d, al.

German (Pape)

[Seite 1375] Orakel singend, Orakel in Versen u. mit Gesang ertheilend; von der Sphinx gesagt Soph. O. R. 1199; übh. weissagend, prophezeihend; ὁ χρησμῳδός, der Wahrsager, Prophet; καὶ θεομάντεις Plat. Apol. 22 c; Ion 534 c.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui rend litt. qui chante des oracles ; ὁ χρησμῳδός devin, prophète.
Étymologie: χρησμός, ᾄδω.

Russian (Dvoretsky)

χρησμῳδός: IIпрорицатель Plat.
пророческий, вещий (παρθένος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

χρησμῳδός: -όν, (ᾠδὴ) κυρίως ᾄδων χρησμοὺς ἢ διδοὺς χρησμοὺς ἐν στίχοις· ἀκολούθως καθόλου, ὁ προφητεύων, προφητικός, χρ. παρθένος, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1199· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5039. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., χρησμολόγος, γόης, Πλάτ. Ἀπολ. 22C, Ἴων 534C, κ. ἀλλ.

Spanish

que profetiza, que vaticina

Greek Monolingual

ο / χρησμῳδός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που διατυπώνει χρησμούς με τη μορφή τραγουδιού
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία χρησμών
αρχ.
1. (ως προσωνυμία της Σφίγγας και του Απόλλωνος) προφητικός
2. το αρσ. ως ουσ.χρησμῳδός
μάντης, προφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + ῳδός (< ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. ὑμνῳδός].

Middle Liddell

χρησμ-ῳδός, όν [ᾠδή]
I. chanting oracles, or delivering them in verse; generally prophesying, prophetic, χρ. παρθένος, of the Sphinx, Soph.
II. as substantive a soothsayer, oracle-monger, Plat.

English (Woodhouse)

one who speaks by oracles

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό χρησμός (τοῦ χράω) + ᾠδή τοῦ ᾄδω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στα ρήμ.: ᾄδω καί χράω -ῶ.

Léxico de magia

-όν que profetiza, que vaticina de un demon νῦν μοι ἐλθεῖν ἀνάγκασον φίλον δαίμονα χρησμῳδόν ahora obliga a venir a mí, como amigo, a un demon que profetice P II 54 del Acéfalo σὺ εἶ ὁ χρησμῳδὸς θεός tú eres el dios que profetiza P VIII 101